αρνησίδοξος

αρνησίδοξος
ος , ον 1. являющийся отступником, ренегатом;
2. (ο , η ) отступни|к, -ца; ренегат, -ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αρνησίδοξος" в других словарях:

  • αρνησίδοξος — ο αυτός που αποκηρύσσει πεποιθήσεις ή γνώμες του. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρνηση ( ις) + δοξος < δόξα «γνώμη, εικασία». Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Δημ. Ν. Βερναρδάκη] …   Dictionary of Greek

  • άρνηση — (Φιλοσ.).Φιλοσοφική θεώρηση που απέκτησε μαθηματική υπόσταση με τη δημιουργία της μαθηματικής λογικής στα μέσα του 19ου αι. Ο Πλάτων στον Σοφιστή του αναφέρει για την ά. ότι «λόγος θεμελιακά είναι εκείνος που μπορεί να είναι αληθινός ή ψεύτικος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»